- παραπεφυλαγμένως
- παραπεφῠλαγμένως, Adv., ([etym.] παραφυλάττω)A cautiously, circumspectly, Aps.p.314H., Aët. 12.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπεφυλαγμένως — παραφυλάσσω watch beside perf part mp masc acc pl (doric) παραπεφυλαγμένως cautiously indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεφυλαγμένως — επίρρ. με προφύλαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παραπεφυλαγμένος τού παραφυλάττω] … Dictionary of Greek